λεπτός

λεπτός
λεπτός, ή, όν, ([etym.] λέπω) rare in lit. sense,
A peeled, husked, ῥίμφα τε λέπτ' ἐγένοντο, of barley being threshed out, Il.20.497.
2 fine, small,

κονίη 23.506

;

κόνις S.Ant.256

;

τέφρα Ar.Nu.177

;

λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5

: freq. in Hp.,

διατρήσεις λ. Loc.Hom.10

, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.
3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like ,

ὀθόναι Il.18.595

; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544;

ἀράχνια 8.280

;

μήρινθος Il.23.854

; -

ότατος χαλκός 20.275

;

ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286

(Delos, ii B.C.);

ῥινὸς βοός Il.20.276

([comp] Sup.);

δέρμα Arist.HA517b27

([comp] Sup.);

τρίχες Id.GA783a4

([comp] Comp.);

σάρξ E.Med.1189

;

χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25

, cf. E.Med.949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.
4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 ([comp] Comp.);

ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec.539

;

σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4

;

λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5

, cf. Ceb.10;

λ. χείρ Hes.Op.497

;

στῆθος Ar.Nu.1018

(anap.);

τράχηλος X.Cyn.5.30

;

λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2

;

λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat.134b

; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς)

, δάκτυλος Pl.R.523d

; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.
5 of space, strait, narrow,

εἰσίθμη Od.6.264

;

ἀταρπός Alcm.81

; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6
;

οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν . . ὁδόν Plu.2.964c

(ap.Porph.Abst.1.6).
6 generally, small, weak, impotent,

λεπτὴ μῆτις Il.10.226

, 23.590;

ἐλπίς Ar.Eq.1244

, cf.

ὀχέω 11.3

;

ἀσφάλεια D.Ep.2.20

; λ. ἴχνη faint traces,
X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107;

λ. κλιμάκια Ar.Pax69

;

τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29

;

λ. χαλκός OGI485.12

(Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg.374 D7;

ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5

([place name] Mylasa), cf. TAM2(1).15 ([place name] Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon.682: neut. pl. as Adv.,

λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or.224

.
7 light, slight,

λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος . . ῥιπαῖσι A. Ag.892

; λ. πνοαί light breezes, E.IA813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr.555.
8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys.1206;

λ. κύλικες Pherecr.143.5

(but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.
9 of liquids, thin,

γάλα Hp.Vict.2.46

;

λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac.310

; λ. οἶνος light wine,
Luc.Merc.Cond.18; also of food,

λ. δίαιται Hp.Aph.1.4

;

λ. ὀψάρια OGI484.16

(Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.
10 = λεπτομερής, consisting of fine parts,

ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph.215b4

, cf. Cael.303b26, al.
II metaph., subtle, refined,

νοῦς E.Med.529

; -ότεροι μῦθοι ib.1082 (anap.); -

ότατοι λῆροι Ar.Nu.359

;

πυκνῇ . . λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach.445

;

λ. λογιστά Id.Av.318

;

λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2

;

ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.

Aër.24;

λόγοι λ. . . τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8

; cf. λεπτολόγος. Adv. -

τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135

;

λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5

: [comp] Comp. -οτέρως Anaxandr.36: also

κατὰ λεπτόν

in detail,

PPetr.2p.118

(iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.
2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA545a7, Lyc.687;

ἁρμονία E.Fr.773.23

(lyr.): neut. as Adv.,

λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av.235

(lyr.); of sound,

λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5

(Agath.); cf. λεπταλέος.
3 of smell, Pl.Ti.66e ([comp] Comp.).
4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.;

λεπτὰ ξαίνεις Suid.

III Subst. λεπτόν (sc. ἔντερον), τό, the small intestine, Hp.Coac.311, 449.
2 (sc. νόμισμα) a very small coin, Ev.Luc.21.2, Phot.s.v. ὀβολός; cf.supr.1.6.
3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς.
4 Astron. (sc. ἑξηκοστόν), division of a degree, πρῶτα λεπτά, = minutes, δεύτερα λ., = seconds, Gem.18.11, 18; λεπτά alone, = minutes, PLond. 1.98r.47 (i/ii A.D.), POxy.1476 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεπτός — peeled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό 1. ψιλός: Η ζακέτα σου είναι λεπτή και θα κρυώσεις. 2. αυτός που δεν είναι παχύς, ο αδύνατος: Είναι ψηλή και λεπτή. 3. εύθραυστος: Η ισορροπία ήταν λεπτή. 4. μτφ., ευγενικός, έξυπνος: Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτότερον — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτάτων — λεπτός peeled fem gen superl pl λεπτός peeled masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέραις — λεπτός peeled fem dat comp pl λεπτοτέρᾱͅς , λεπτός peeled fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέρων — λεπτός peeled fem gen comp pl λεπτός peeled masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέρως — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτότατα — λεπτός peeled adverbial superl λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτότατον — λεπτός peeled masc acc superl sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”